- λεωφόρος
- (I)ηπλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. boulevard < ολλ. bolwerc «προμαχώνας»].————————(II)λεωφόρος και λαοφόρος, -ον (AM)1. (για δρόμο η πύλη) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο λαός («ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων τοῡ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», Ηρόδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λεωφόροςη πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεω- (βλ. λαο-) + -φόρος < φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.